- ἐπωμάδιος
- ἐπωμ-άδιος [pron. full] [ᾰ], ον, (ὦμος)A on the shoulders,
πτέρυγας Theoc. 29.29
(v.l. ἐπ' ὀμμασίαις, fort. leg. ἐπομμαδίαις), cf. APl.4.108 (Jul.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτέρυγας Theoc. 29.29
(v.l. ἐπ' ὀμμασίαις, fort. leg. ἐπομμαδίαις), cf. APl.4.108 (Jul.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επωμάδιος — ἐπωμάδιος, ον και ος, ία, ον (AM) αυτός που βρίσκεται στους ώμους ή φέρεται επάνω στους ώμους (α. «πτέρυγας γὰρ ἐπωμαδίας φορεῑ», Θεόκρ. β. «ἐπωμάδιον... ἔχων τόν... σταυρὸν ἔξω τῆς πύλης ἔπαθεν ὁ Ἰησοῡς», Ωριγ.) αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
ἐπωμάδιος — on the shoulders masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωμάδιον — ἐπωμάδιος on the shoulders masc/fem acc sg ἐπωμάδιος on the shoulders neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωμαδίῳ — ἐπωμάδιος on the shoulders masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωμάδια — ἐπωμάδιος on the shoulders neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωμάδιοι — ἐπωμάδιος on the shoulders masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επώμιο — το (AM ως επίθ. ἐπώμιος, ον) νεοελλ. μικρό ορθογώνιο ύφασμα στους ώμους τών στρατιωτικών χιτωνίων και τής μικρής στολής τών αξιωματικών με τα διακριτικά τής μονάδας και τού βαθμού αρχ. μσν. 1. ο επωμάδιος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπώμιον το ωμοφόριο … Dictionary of Greek